Ιταλικό συμβουλευτικό δημοψήφισμα με πάνω από 5 εκατομμύρια «ΝΑΙ»

Πρώτη δημοσίευση: Δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία πολιτών

Στην γειτονική μας Ιταλία στις 22 Οκτωβρίου 2017 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα συμβουλευτικού χαρακτήρα, δηλαδή μη δεσμευτικό, με αντικείμενο τη μεγαλύτερη αυτονομία της Λομβαρδίας και του Βένετο από αυτό που οι υποστηρικτές του «ΝΑΙ» ονόμασαν συγκεντρωτικό και σπάταλο Ιταλικό κράτος.

3 εκατομμύρια πολίτες της Λομβαρδίας και 2,4  εκατομμύρια από την περιφέρεια του Βένετο επιβεβαίωσαν με την ψήφο τους ότι είναι πρόθυμοι να δώσουν στους κυβερνήτες τους, Roberto Maroni και Luca Zaia αντίστοιχα, την εντολή να διαπραγματευτούν με την Ρώμη το αίτημά τους για περισσότερη αυτονομία στις περιφέρειές τους.

Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα έφτασε σχεδόν το 39%, στα περίπου 12 εκατομμύρια πολιτών με δικαίωμα ψήφου. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά ΜΜΕ υπέρμαχοι του «ΟΧΙ» στην περισσότερη αυτονομία από την Ρώμη, προσπάθησαν να συσχετίσουν το ιταλικό συμβουλευτικό δημοψήφισμα, με τα σαφώς διαφορετικά και πολυσύνθετα γεγονότα που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη στην Καταλονία. Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν εν μέρη να αποθαρρύνουν τη συμμετοχή. Για παράδειγμα ο υπουργός Maurizio Martina, κάλεσε του πολίτες να μην πάνε να ψηφίσουν σε ένα δημοψήφισμα που θα διχάσει τη χώρα. Φυσικά εκτέθηκε, ίσως και ανεπανόρθωτα, διότι αρκετοί δήμαρχοι μέλη του κόμματός του (του Δημοκρατικού Κόμματος – PD), είχαν ήδη υποστηρίξει ανοιχτά το «ΝΑΙ» σε περισσότερη αυτονομία της Λομβαρδίας και του Βένετο από τη Ρώμη.

Για μια ακόμη φορά τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης εστίασαν στο κόστος διεξαγωγής του δημοψηφίσματος το οποίο σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα ανήλθε σε 50 εκατομμύρια ευρώ στη Λομβαρδία και 14 εκατομμύρια ευρώ στο Βένετο. Ωστόσο δεν έλαβαν υπόψη τους (ή αγνόησαν επιμελώς) ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό αυτού του συνολικού κόστους (πάνω από το 80%) οφείλεται στα τεράστια χρηματικά ποσοστά που υποχρεωτικά εισπράξανε οι κρατικοί και δημοτικοί υπάλληλοι ώστε να επιβλέψουν και να εξασφαλίσουν την ορθή διεξαγωγή της διαβούλευσης.

Επίσης ορισμένοι καθοδηγητές γνώμης (opinion leaders) συμβούλευαν τον κόσμο να στηρίξει (στα λόγια) το δημοψήφισμα γιατί είναι δημοκρατικό δικαίωμα, αλλά ταυτόχρονα και να το μποϊκοτάρει (στην πραγματικότητα) μέσω της αποχής. Και αυτό γιατί, κατά τη γνώμη τους, η συμμετοχή θα βοηθούσε απλά και μόνο τους δυο κυβερνήτες – που στηρίζει το κόμμα Λέγκα του Βορρά (Lega Nord) – να επωφεληθούν από το αποτέλεσμα και να αποκτήσουν έτσι πολιτικό πλεονέκτημα.

Πέρα από τις πολυάριθμες παραμέτρους του τρέχοντος κοινοβουλευτικού και πολιτικού παιχνιδιού στην Ιταλία, το πραγματικό δεδομένο που, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να μας αφορά είναι ότι πάνω από πέντε εκατομμύρια πολίτες εκφράστηκαν και ψήφισαν. Το αποτέλεσμα είναι ότι το «ΝΑΙ» κέρδισε με ποσοστό 95,3%, ενώ «ΟΧΙ» ψήφισε μόλις το 3,9%. Το ποσοστό συμμετοχής, αλλά και το αποτέλεσμα δείχνουν νομίζω με σαφήνεια ότι πέρα από τις πολιτικές τους συμπάθειες και τις κομματικές τους προτιμήσεις, οι πολίτες δήλωσαν ότι επιθυμούν μεγαλύτερη αυτονομία και ότι τάσσονται υπέρ της διαχείρισης ορισμένων υπηρεσιών από την περιφέρεια και όχι από τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό.

Σε αυτό το δημοψήφισμα δεν υπερίσχυσε το αποσχιστικό παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη στην βόρεια Ιταλία ή η άκρως εκφοβιστική υπόθεση διάλυσης του κράτους. Αντιθέτως φαίνεται να υπερίσχυσε η βούληση των πολιτών να ελέγχεται και να χρησιμοποιείται με μεγαλύτερη σύνεση το δημόσιο χρήμα το οποίο οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες της Ρώμης σπαταλούν δίχως όριο και χωρίς να δίνουν λογαριασμό ή να ελέγχονται.

Μιλώντας για δημόσιο χρήμα και φορολογία αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή την περιοχή της Ιταλίας τα μεγέθη είναι ιδιαίτερα μεγάλα. Το φορολογικό υπόλειμμα* (fiscal residual) της Καταλονίας είναι για παράδειγμα περίπου 8 δισεκατομμύρια ευρώ, της Βαυαρίας συνολικά 2 δισεκατομμύρια, του Βένετο υπερβαίνει τα 18 δισεκατομμύρια και της Λομβαρδίας φτάνει τα 54 δισεκατομμύρια ευρώ.

Επίσης, από τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων ιταλικών εκλογών, προκύπτει ότι και τα πέντε εκατομμύρια πολίτες της Λομβαρδίας και του Βένετο, οι οποίοι ψήφισαν «ΝΑΙ», δεν είναι όλοι υπέρμαχοι ή συμπαθούντες της Λέγκας του Βορρά (Lega del Nord). Αντιθέτως δείχνουν να είναι πολίτες με συναίσθηση της ευθύνης αλλά και των επιταγών του Ιταλικού Συντάγματος οι οποίοι έχουν θέσει ως στόχο τους την αντιμετώπιση των χρόνιων κρατικών αυθαιρεσιών και ανεπαρκειών. Είναι επομένως τουλάχιστον ανόητο, και προκλητικό θα έλεγα, να γίνεται, εν προκειμένω, συζήτηση και να εγείρονται ενστάσεις για το κόστος διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος τη στιγμή που κατασπαταλούνται τεράστια ποσά από την κακοδιαχείριση που γίνεται στην πρωτεύουσα της Ιταλίας.

Αν και ο γράφοντας έχει ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με την ηλεκτρονική ψηφοφορία μέσω ταμπλέτας, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία, αυτή παρά τις δυσκολίες και τις καθυστερήσεις που προέκυψαν, συνολικά δείχνει να λειτούργησε.

Ασφαλώς και το ζήτημα δεν αφορά μόνο τα πέντε εκατομμύρια ψηφοφόρους που συμμετείχαν στο δημοψήφισμα και επέλεξαν το «ΝΑΙ» αλλά και τα περίπου 7 εκατομμύρια που δεν ψήφισαν. Πέρα από εκείνους που φοβήθηκαν τη συντέλεια του ιταλικού κράτους, πολλοί από αυτούς που δεν συμμετείχαν ενδέχεται να έχουν ήδη παραιτηθεί και να πιστεύουν ότι δεν αλλάζει τίποτα, ότι όλα είναι ένα καλοστημένο κρατικό φαγοπότι. Κατανοητό, όμως από την άλλη θα πρέπει να κατανοήσουμε επίσης ότι ένα μόνο δημοψήφισμα, και μάλιστα μη δεσμευτικό, δεν αρκεί ούτε να ανατρέψει το πολιτικό σύμπαν, ούτε να αλλάξει τον αντιπολιτικό αέρα που φαίνεται να πνέει σε όλη την Ευρώπη.

Ο αγώνας των ανθρώπων να συναποφασίζουν δημοκρατικά χρησιμοποιώντας, εκτός των άλλων, εργαλεία άμεσης συμμετοχής όπως τα δημοψηφίσματα, δεν έχει ούτε έτοιμες, ούτε και τελικές λύσεις, γιατί είναι μια συλλογική, δυναμική και ζωοποιός πορεία. Άλλωστε όποιος δεν συμμετέχει πάνω σε συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα και δεν αγωνίζεται ώστε να φέρει κοντά του την πολιτική, καταλήγει να την υφίσταται παθητικά συμμετέχοντας απλά και μόνο στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι επαγγελματίες που νομιμοποιούνται με την ψήφο και ζουν από την πολιτική.

*Το φορολογικό υπόλειμμα είναι η διαφορά μεταξύ όλων των εσόδων (φορολογικής και άλλης φύσης όπως η μεταβίβαση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων και η είσπραξη πιστώσεων) που εισπράτει η Δημόσια Διοίκηση από μια δεδομένη περιοχή και τους πόρους που ξοδεύονται σε αυτή την περιοχή.

Γιώργος Κουτσαντώνης

Posted by George Koutsantonis - Wednesday 8 November 2017