Εργαλεία καλύτερα από τα δημοψηφίσματα;

Είναι γεγονός ότι ελάχιστοι επαγγελματίες πολιτικοί ασχολούνται με σοβαρότητα με τα δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών, ακόμη κι αν η πίεση που ασκείται από τα κάτω φαίνεται ότι σταδιακά αυξάνεται. Έτσι όταν ανοίξει ένας διάλογος για τα δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών -ασφαλώς ανάλογα με την περίσταση και την χρονική απόσταση από τις εκλογές- η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών απαντά συνήθως ως εξής: α) κάποιοι προσπαθούν να τα αγνοήσουν τελείως ή να τα μεταθέσουν σε ένα αόριστο και ώριμο μέλλον, β) άλλοι τείνουν να υποβαθμίσουν την αποτελεσματικότητά τους, γ) πολλοί χρησιμοποιούν την όποια αρνητική εμπειρία από δημοψηφίσματα κυβερνητικής πρωτοβουλίας (plebiscite) ώστε να «δυσφημίσουν» τα δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών και δ) άλλοι προσπαθούν να τα απορρίψουν ως διχαστικά και επικίνδυνα εργαλεία λαϊκισμού.

Στο κείμενο αυτό δεν θα αναπτυχθούν τα πολυάριθμα και βάσιμα αντεπιχειρήματα στις παραπάνω απόψεις. Άλλωστε η ρητορική κατά των δημοψηφισμάτων από τους πολιτικούς είναι γνωστή και θα λέγαμε αρκετά «τυποποιημένη». Σε αντιπαράθεση με τα παραπάνω τα τελευταία χρόνια, σε χώρες που διαθέτουν μια ορισμένη εμπειρία πάνω στα δημοψηφίσματα, όπως η Ιταλία[1], η πολιτική τάξη, δεδομένων των από τα κάτω πιέσεων, αντιπροτείνει στην θέση των δημοψηφισμάτων, κάποια «δημοκρατικά» συστήματα τα οποία προφανώς θεωρεί λιγότερο επικίνδυνα για τη διατήρηση των προνομίων της. Την τελευταία δεκαετία κάποιοι πολιτικοί μαζί με ορισμένους τεχνοκράτες μιλούν για «εργαλεία καλύτερα από τα δημοψηφίσματα»[2]. Ένα παράδειγμα τέτοιων εργαλείων «συμμετοχής» είναι η λεγόμενη «διαλεκτική δημοκρατία», η οποία εφαρμόστηκε σε ορισμένες περιοχές όπως η Τοσκάνη, καθώς και η «δημόσια διαμεσολάβηση»[3]. Στο Viareggio, για παράδειγμα, 500 άτομα επιλεγμένα από πολιτικούς, κλήθηκαν να συζητήσουν ορισμένα πολιτικά πλάνα για το Δήμο τους στα πλαίσια ενός φόρουμ πολιτών, το οποίο ονομάστηκε «citizens’ panel».  Στο Bolzano, πάνω στο ζήτημα της επέκτασης του αεροδρομίου, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2007, ξεκίνησε μια περιοδική διαδικασία «δημόσιας διαμεσολάβησης», υπό τον συντονισμό ενός επαγγελματία διαμεσολαβητή.

Παρά τις ίσως καλές προθέσεις που μπορεί να έχει η λεγόμενη «διαλεκτική δημοκρατία», αυτή δεν αποτελεί εναλλακτική λύση και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικό εργαλείο λήψης αποφάσεων ή ακόμη περισσότερο μέσο που θα οδηγήσει στην άμεση δημοκρατία. Κατά την διαδικασία αυτή οι πολίτες πληροφορούνται και συζητούν με εξειδικευμένους διαμεσολαβητές με στόχο να σχηματίσουν μια γνώμη η οποία βασίζεται στην ενημέρωση, την πληροφόρηση και τη συζήτηση. Οι υποστηρικτές αυτής της μεθόδου θεωρούν δεδομένο ότι μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορούμε να φτάσουμε στον σχηματισμό μιας θεμελιωμένης γνώμης και ότι μέσω του δημοψηφίσματος ανοίγεται η πόρτα στον λαϊκισμό, αντί να παρέχονται πληροφορίες και βάσιμες απόψεις. Χωρίς καμία διάθεση να αμφισβητηθεί η χρησιμότητα του διαλόγου και της ίδιας της πληροφορίας, ο θεσμός αυτής της «διαλεκτικής δημοκρατίας» εγείρει έναν σοβαρό προβληματισμό σχετικά με το εάν στο βωμό της τεχνική πληροφορίας θυσιάζεται ή όχι η κυριαρχία του πολίτη. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι το δημοψήφισμα δεν περιλαμβάνει μια εντατική διαδικασία σχηματισμού της κοινής γνώμης είναι απολύτως ανακριβής: στην πραγματικότητα ο δημόσιος διάλογος είναι πολύ πιο έντονος και πυκνός, όταν οι πολίτες έχουν να κάνουν με ένα δημοψήφισμα το οποίο είναι δεσμευτικό.

Οι πολίτες επομένως έχουν πολύ περισσότερα κίνητρα όταν ξέρουν ότι η απόφασή τους θα είναι οριστική. Ασφαλώς ένα δημοψήφισμα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς το σχηματισμό γνώμης και απόψεων: είναι μια δημόσια πολιτική εκδήλωση στην οποία μπορούν να συμμετέχουν όλοι και όχι μόνο ένα «πάνελ» επιλεγμένων πολιτών. Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμούμε το ζήτημα των κριτηρίων για την επιλογή των πολιτών που συμμετέχουν σε αυτά τα πάνελ διαλόγου. Ποιος τους επιλέγει και με βάση ποια κριτήρια; Υπάρχει επίσης μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ αυτών των μορφών διαβούλευσης και της άμεσης αυτόνομης διαβούλευσης. Σε αυτή την περίπτωση οι αξιολογήσεις και ο διάλογος προωθούνται από τα θεσμικά όργανα και οι διαδικασίες διαμεσολάβησης πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία των αρχών, ενώ τα δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών εμπίπτουν στην αυτόνομη σφαίρα των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην «διαλεκτική δημοκρατία», και στην «δημόσια διαμεσολάβηση» εμπλέκονται σαφώς λιγότεροι πολίτες σε σύγκριση με την ψηφοφορία που διεξάγεται στα πλαίσια ενός δημοψηφίσματος. Σε αντίθεση με τα δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας  πολιτών, ο ρόλος των πολιτικών και των τεχνοκρατών, στις δύο αυτές μεθόδους «συμμετοχής», είναι πάντα κυρίαρχος. Σε τελευταία ανάλυση το δημοψήφισμα ενισχύει τον πολίτη, διότι ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει, ενώ στη «διαλεκτική δημοκρατία», ακόμη και αν υπάρχουν καινοτόμες και αποτελεσματικές μέθοδοι, είναι πάνω απ ‘όλα η πολιτική τάξη η οποία επιδιώκει να αποκτήσει περισσότερη νομιμοποίηση και να διατηρήσει τα προνομία της.

Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε την ουσιαστική διαφορά μεταξύ της ελεύθερης έρευνας σε ένα επιλεγμένο δείγμα πολιτών -χωρίς αυτό να έχει καμία πραγματική ευθύνη- και της άσκησης του δικαιώματος των πολιτών να λαμβάνουν αποφάσεις με νομικά δεσμευτική ισχύ. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της συλλογής των υπογραφών και κατά τη διάρκεια της ίδιας της εκστρατείας του δημοψηφίσματος, οι πολίτες έχουν πολύ περισσότερο χρόνο ώστε να συγκεντρώσουν πληροφορίες και να σχηματίσουν μια το δυνατό ολοκληρωμένη γνώμη. Για τους παραπάνω λόγους το δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών είναι μια δημοκρατική διαδικασία άμεσης συμμετοχής που εμπλέκει και καθιστά πολιτικά υπεύθυνο έναν συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.

Γιώργος Κουτσαντώνης

[1] Για τη σύνταξη του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και πληροφορίες από το βιβλίο του Thomas Benedikter «Più potere ai citadini introduzione alla democrazia direta e ai diritti referendari» Bolzano, luglio 2014

[2]  Verhulst, Nijeboer, op. cit., σελ. 89.

[3] Σε ένα Δήμο ή σε μια Επαρχία συγκαλείται μια αντιπροσωπευτική ομάδα πολιτών ώστε να αξιολογήσουν και να συζητήσουν ένα συγκεκριμένο θέμα. Αυτή η ομάδα διαθέτει όλα τα απαραίτητα μέσα ώστε να πάρει μια απόφαση, έχοντας στη διάθεσή της εμπειρογνώμονες και ειδικούς επί των θεμάτων. Τέλος, συντάσσει μια τελική απόφαση και προτείνει μια μη δεσμευτική λύση, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη για ομοφωνία. Εξασφαλίζεται έτσι ένας αποτελεσματικός διάλογος μεταξύ των συμμετεχόντων και μια πλουραλιστική ενημέρωση.

Posted by George Koutsantonis - Sunday 8 October 2017